- ενηλύσιος
- ἐνηλύσιος, -ον (Α) [ηλύσιος]1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνηλύσια (χωρία)τόποι που καθιερώθηκαν ως άβατοι, ιεροί από πτώση κεραυνού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνηλύσιος — struck by lightning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνηλυσίων — ἐνηλύσιος struck by lightning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνηλύσια — ἐνηλύσιος struck by lightning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλύσιος — α, ο (AM ἠλύσιος, ία, ον) (συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων νεοελλ. 1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός 2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια ο παράδεισος αρχ. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek